να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα.
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί, πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες.
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τ’ αγριοκάτσικά του.
Τα ζώα απ’ το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν·
βγήκαν και τ’ άγρια απ’ τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν.
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα:
πως όποιος πάει για τα πολλά, θα χάσει και τα λίγα.
